π.Άγγελος Αγγελακόπουλος, Συμβολή στο θέμα της διακοπής μνημοσύνου
Δημοσιεύθηκε: 10-01-2016Τό πιό φλέγον, καυτό καί ἐπίκαιρο θέμα, πού ἀπασχολεῖ τήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα τόν τελευταῖο καιρό, καί ἰδίως μετά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), εἶναι αὐτό τῆς ἐκκλησιαστικῆς, ἱεροκανονικῆς καί ἁγιοπατερικῆς ὁδοῦ τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων στίς ἱερές ἀκολουθίες καί στήν Θεία Λειτουργία. Γύρω ἀπ’αὐτό θά θέλαμε νά σημειώσουμε τά ἑξῆς:
Θά ρωτοῦσε κανείς˙ γιατί σέ ἕνα τόσο σοβαρό θέμα δέν ἐκδόθηκαν ἰδιαίτεροι Κανόνες, παρά μόνο οἱ ἀνωτέρω δύο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολύ ἁπλή. Δέν χρειαζόταν κάτι τέτοιο, διότι ἀπό τα πρῶτα χριστιανικά χρόνια, ἡ διακοπή κάθε πνευματικῆς σχέσεως μέ οἱονδήποτε κήρυσσε αἵρεση ἦταν δεδομένη. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, αὐτός ὁ μεγάλος πρόμαχος της Ὀρθοδοξίας, σ’ ἕνα θαυμάσιο χωρίο του ἀναφέρει σχετικά : «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι, καί πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί, φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσιν καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι». Αὐτό εἶναι τό γενικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας, καί γι’αὐτό δέν ἀσχολήθηκαν εἰδικότερα οἱ ἱεροί Κανόνες.
Β) Ὁ 31ος Ἱερός Ἀποστολικός Κανών διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγῃ, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδὲν κατεγνωκώς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος· τύραννος γάρ ἐστιν. Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται· οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ ἐπισκόπου γινέσθω»[1].
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει: «Τάξις συνέχει καί τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον. Πρέπει, λοιπόν, ἡ εὐταξία πανταχοῦ μέν να φυλάττηται ὡς συνεκτική και συστατική, καί μάλιστα δέ εἰς τούς ἐκκλησιαστικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χρέος νά γνωρίζωσιν ὁ καθείς τά ἰδικά των μέτρα, καί τά ὅρια τῆς οἰκείας τάξεως νά μή ὑπερβαίνουσιν. Ἀλλ’ οἱ μέν Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι καί κληρικοί πάντες νά ὑποτάσσωνται εἰς τόν ἰδικόν τους Ἐπίσκοπον˙ οἱ δέ Ἐπίσκοποι εἰς τόν ἰδικόν τους Μητροπολίτην˙ οἱ δε Μητροπολῖται εἰς τόν ἰδικόν τους Πατριάρχην. Διά τοῦτο καί ὁ παρών Ἀποστολικός κανών διορίζεται οὕτως ˙ Ὅποιος Πρεσβύτερος ἤθελε καταφρονήσῃ τόν ἰδικόν του Ἐπίσκοπον, καί χωρίς νά γνωρίσῃ αὐτόν πῶς σφάλλει φανερά ἤ εἰς τήν εὐσέβειαν ἤ εἰς τήν δικαιοσύνην˙ ταὐτόν εἰπεῖν, χωρίς νά γνωρίση αὐτόν πῶς εἶναι φανερά ἤ αἱρετικός ἤ ἄδικος, ἤθελε νά συμμαζώνῃ κατ’ἰδίαν τούς Χριστιανούς, καί κτίσας ἄλλην ἐκκλησίαν, ἤθελε λειτουργῇ εἰς αὐτήν ξεχωριστά, χωρίς τήν ἄδειαν καί γνώμην τοῦ Ἐπισκόπου του, ὁ τοιοῦτος ὡς φίλαρχος, ἄς καθαίρηται˙ ἐπειδή ὡς τύραννος μέ βίαν καί τυραννίαν, ζητεῖ νά σφετερίσῃ τήν ἀνήκουσαν ἐξουσίαν τῷ Ἐπσικόπῳ του. Ἀλλά καί ὅσοι μέν ἄλλοι κληρικοί συμφωνήσουν μέ αὐτόν εἰς τήν τοιαύτην ἀποστασίαν, ἄς καθαίρωνται παρομοίως καί αὐτοί˙ ὅσοι δέ λαϊκοί, ἄς ἀφορίζονται. Ταῦτα ὅμως νά γίνωνται, ἀφ’ οὗ ὁ Ἐπίσκοπος παρακινήσῃ μέ γλυκάδα καί ἡμερότητα τρεῖς φοραῖς τούς ἀπ’αὐτοῦ χωρισθέντας νά λείψουν ἀπό τοιοῦτον κίνημα, καί αὐτοί σταθοῦν εἰς τό πεῖσμα των. Ὅσοι δέ χωρίζονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν τους πρό συνοδικῆς ἐξετάσεως, διατί αὐτός κηρύττει δημοσίᾳ κᾀμμίαν κακοδοξίαν καί αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι, ὄχι μόνον εἰς τά ἀνωτέρω ἐπιτίμια δέν ὑπόκεινται, ἀλλά καί τήν πρέπουσαν εἰς τούς Ὀρθοδόξους τιμήν ἀξιώνονται, κατά τόν ιε΄ τῆς α΄ καί β΄».
Γ) Ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Κων/λεως (861 μ.Χ.) διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Τά ὁρισθέντα περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»[2].
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει : «Ἑκεῖνα ὁποῦ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες (ιγ’ καί ιδ’) ἐδιώρισαν περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά αὐτά διορίζει, καί πολλῶ μᾶλλον, ὁ παρών Κανών, περί Πατριαρχῶν, λέγων ὅτι, ὅστις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤθελε χωρισθῆ ἀπό τήν συγκοινωνίαν τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ, καί δέν μνημονεύη τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό σύνηθες (ὁ Μητροπολίτης δηλ. μόνος˙ ὁ γάρ Πρεσβύτερος τοῦ Ἐπισκόπου του τό ὄνομα μνημονεύει, ὁ δέ Ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου του) πρό τοῦ νά φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν εἰς τήν Σύνοδον καί παρά τῆς Συνόδου αὐτός νά κατακριθῆ˙ οὖτοι, λέγω, πάντες νά καθαίρωνται παντελῶς, οἱ μέν Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖται, πάσης Ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας, οἱ δέ Πρεσβύτεροι, πάσης Ἱερατικῆς. Πλήν ταῦτα μέν νά γίνωνται, ἐάν δι’ ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον, ἱεροσυλίαν καί ἄλλα, χωρίζονται οἱ Πρεσβύτεροι ἀπό τούς Ἐπισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς Μητροπολίτας των, καί οἱ Μητροπολίτες ἀπό τούς Πατριάρχας των». Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀγκαλά καί ὁ λα΄ Ἀποστολικός ἀνεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον, ἐάν γνωρίζει αὐτόν καί ἄδικον». Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία… (Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀπό τόν λόγον τοῦτον τοῦ Κανόνος φαίνεται ὅτι δέν πρέπει τινάς νά χωρίζηται, κατά τόν Βαλσαμῶνα, ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν του, ἐάν αὐτός ἔχη μέν καμμίαν αἵρεσιν, τήν φυλάττει, ὅμως, εἰς τό κρυπτόν καί δέν τήν κηρύττει˙ τυχόν γάρ αὐτός πάλιν ἀφ’ἑαυτοῦ μετά ταῦτα νά διορθωθῆ») …καί διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν».
Ὁ παραπάνω Ἱερός Κανών εἶναι σύμφωνος καί μέ ἄλλους Ἱερούς Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ὁ λα΄ Ἀποστολικός, ὁ στ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Τοπικῆς Συνόδου (340), ὁ ε’ τῆς ἐν Ἀντιοχεία Τοπικῆς Συνόδου (341), οἱ ι΄, ια΄ και ζβ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου (419), ὁ ιη’ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (451), οἱ λα΄ καί λβ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), καί οἱ ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861).
Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἀποτελεῖται ἀπό δύο μέρη.
Τό πρῶτο μέρος ἀρχίζει ἀπό τήν φράση «Τά ὁρισθέντα…» καί καταλήγει στήν φράση «…Ἐκκλησίας διασπώντων». Αὐτό τό μέρος εἶναι συνέχεια τῶν δύο προηγουμένων Ἱερῶν Κανόνων, τοῦ 13ου καί τοῦ 14ου, οἱ ὁποῖοι μιλοῦν γιά τήν ἀπαγόρευση διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Μητροπολίτου ἀπό τούς διακόνους καί πρεσβυτέρους καί τοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τόν Μητροπολίτη. Ὁ 15ος Κανών τώρα ἀναφέρεται στήν ἀπαγόρευση διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου ἀπό τούς Μητροπολίτες καί τούς Ἐπισκόπους. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή ἰσχύει «περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων» καί «πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως». Δηλ. ἀπαγορεύει ὁ Κανών τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου γιά θέματα διοικητικά καί ἠθικά πρό συνοδικῆς κατακρίσεώς του, διότι οἱ διακόπτοντες τήν μνημόνευση σχίσμα ποιοῦν καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας διασποῦν.
Τό δεύτερο μέρος ἀρχίζει ἀπό την φράση «Οἱ γάρ δι’αἵρεσιν…» καί τελειώνει στήν φράση «…ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Δ) Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας Βαλσαμῶνος, ἐκεῖνα πού διόρισαν οἱ ἀνωτέρω 13ος καί 14ος Κανόνες περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά ἴδια διορίζει καί πολύ περισσότερο ὁ παρών Κανών (15ος) περί Πατριαρχῶν, λέγοντας ὅτι ὅποιος Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης τολμήσει νά χωρισθεῖ ἀπό τήν συγκοινωνία τοῦ Πατριάρχου του καί δέν μνημονεύει τό ὄνομά του κατά τό σύνηθες, προτοῦ φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου τους στή Σύνοδο καί ἀπό τήν Σύνοδο αὐτός νά καταδικασθεῖ, αὐτοί, λέγει, ὅλοι νά καθαιροῦνται παντελῶς. Τότε ρώτησε κάποιος ἀπό τούς Πατέρες˙ ἐάν γιά εὔλογη αἰτία, π.χ. γιά πρόφαση αἱρέσεως, κόψει κάποιος τό μνημόσυνο τοῦ ἀνωτέρου του, πρίν ἀναμείνει τήν συνοδική ἀπόφαση, γιατί αὐτός νά τιμωρεῖται μέ καθαίρεση; Τότε, εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι ὅλ’αὐτά, πού ὀρίσαμε, ἐννοοῦνται, ὅταν πρόκειται γιά κάποια ἐγκληματική ὑπόθεση, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας κάποιος ἀποσχισθεῖ ἀπό τόν ἀνώτερό του καί μ’αὐτόν τόν τρόπο διαρρήξει τήν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν, ὅμως, ὄχι γιά ἐγκληματική αἰτία, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, γιά αἱρεση, πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρισθεῖ κάποιος ἀπό τόν ἀνώτερό του, κόπτοντας τό μνημόσυνό του, ὁ ὁποῖος (ἀνώτερος) ἀνερυθριάστως διδάσκει διδάγματα ἀλλότρια ἀπό τό ὀρθό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, σ’αὐτόν ἐπιτρέπεται, ἐάν θέλει, νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τήν συγκοινωνία τοῦ ἀνωτέρου του, καί πρίν νά ἐκδοθεῖ συνοδική καταδικαστική ἀπόφαση, πολύ δέ περισσότερο καί μετά ἀπό αὐτήν˙ ὁπότε αὐτός, ὄχι μόνο δεν τιμωρεῖται μέ καθαίρεση, σύμφωνα μέ τήν γενική διάταξη τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ἀλλά θά τιμηθεῖ μάλιστα κτλ. Ἐν ὀλίγοις, λοιπόν, ὁ παρών κανών λέγει τά ἐξῆς :
Ἀπαγορεύεται στό ἑξῆς, γιά πρόληψη σχισμάτων, νά ἀποκόπτει ὁ κατώτερος τό μνημόσυνο τοῦ ἀνωτέρου του, πρίν γίνει Συνοδικό δικαστήριο καί ἐκδοθεῖ καταδικαστική ἀπόφαση κατά τοῦ ἀνωτέρου. Αὐτόν δέ, πού τολμᾶ νά παραβεῖ τήν διάταξη αὐτή, τιμωρεῖ μέ καθαίρεση. Ἐξαιρετικῶς τότε ἀφήνεται ἀτιμωρητί ἐλεύθερος στήν προαίρεσή του νά πράξει κατά τό δοκοῦν σ’αὐτόν, καί, ἐάν θέλει νά κόψει τό μνημόσυνο, χωρίς νά ἀναμείνει τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου, ὅταν πρόκειται γιά αἵρεση, ἀναγνωρισμένη ὡς τέτοια ἀπό τήν Ἐκκλησία (κατεγνωσμένην ὑπό τῶν Ἁγίων Συνόδων), τήν ὁποία διδάσκει ὁ ἀνώτερος αὐτός, ὁπότε αὐτός, πού στην περίπτωση αὐτή ἀποκόπτει τό μνημόσυνο, ὄχι μόνο δέν τιμωρεῖται, ἀλλά καί ἄξιος τιμῆς εἶναι˙ τό «ἐάν αὐτόν ἀποτειχίσῃ, ἤγουν χωρίσῃ ἀπό τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ», σημαίνει τήν προαίρεση, δηλ. ἐάν θελήσει, καί ὄχι ἐπιβολή ἐκκοπῆς τοῦ μνημοσύνου. Ἑπομένως, σέ περίπτωση αἱρέσεως, ὅπου ἀφήνεται στήν προαίρεση τοῦ καθενός, αὐτός πού ἀκολουθεῖ τόν γενικό κανόνα, δηλ. αὐτός πού μνημονεύει μέχρι νά ἐκδοθεῖ Συνοδική ἀπόφαση, ἐντάξει εἶναι, καί αὐτός πού ἀποκόπτει τό μνημόσυνο, χωρίς νά ἀναμείνει τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. πρίν ἐκδοθεῖ ἀπόφαση Συνοδική, καί αὐτός ἐντάξει εἶναι˙ μάλιστα ὁ τελευταῖος αὐτός καί τιμῆς ἄξιος εἶναι. Ὅλ’αὐτά γίνονται ἐξαιρετικῶς μόνο ὅταν πρόκειται γιά γνωστή αἵρεση, ἡ ὁποία ἔχει καταδικασθεῖ ὡς τέτοια ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ δέν διορίζει πουθενά ἀπαγορεύσεις μνημοσύνων καί αἰωνίους κολάσεις γιά ὅσους δέν διακόπτουν τήν μνημόνευση. Ὁ Κανών δέν θά μποροῦσε νά εἶναι τόσο ἄδικος καί νά ἀπειλεῖ αὐτομάτως, ἅμα τῇ παραβάσει, μέ καθαίρεση καί αἰώνια κόλαση, καί νά μήν λαμβάνει ὑπ’όψιν τήν ὡς ἐπί τό πλεῖστον μικρή παιδεία τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας τίς δέουσες θεολογικές γνώσεις, γιά νά διακρίνουν, ἄν ὁ ἀνώτερός τους, τόν ὁποῖο ἐξακολουθοῦν καί μνημονεύουν, ἀναμένοντας τήν κρίση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πράγματι αἱρετικός ἤ ὄχι. Σέ κανένα μέρος τοῦ Κανόνος αὐτοῦ δέν ὁρίζεται ἀπαγόρευση τοῦ μνημοσύνου καί αἰώνια κόλαση στούς μνημονεύοντες, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικός ὁ ἀνώτερός τους, πρίν ἡ Ἐκκλησία ἐκφέρει τήν ἀπόφασή της. Τότε, βέβαια, οἱ μνημονεύοντες θά ἦταν ὑπεύθυνοι, ἄν, μετά τήν καταδικαστική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, ἐξακολουθοῦσαν νά μνημονεύουν[3].
Σκόπιμο κρίνουμε ν΄ ἀναφέρουμε ἐδῶ τά ὅσα ὁ γνωστός Σέρβος κανονολόγος Ἐπίσκοπος Μίλας, μέ εἰδική μελέτη του στόν ἀνωτέρω Κανόνα καί ἐπί του σημείου αὐτοῦ, τονίζει : «Ἐάν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤ Πατριάρχης ἄρξηται νά διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ’ἐκκλησίας αἱρετικήν τινά διδαχήν, ἀντικειμένην πρός τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ ὑποτασσόμενοι αὐτῷ κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καί χρέος νά ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα ἐκείνων, διό οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσι ὑποβληθῆ κανονικήν ποινήν, ἀλλά θέλουσι καί ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ’ὅσον διά τούτου, δέν κατέκριναν καί δέν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων Ἐπισκόπων, ἀλλ’ἐναντίον ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων˙ οὔτε ἐδημιούργησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀλλ’ἀντιθέτως ἀπήλλαξαν τήν Ἐκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν μέτρῳ, τοῦ σχίσματος καί τῆς διαιρέσεως»[4].
Ε) Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861), θέλοντας νά δώσουν ἕνα τέλος στά σχίσματα, πού συνετάραξαν τήν Ἐκκλησία κατά τόν 8ο καί 9ο αἰώ., νομοθέτησαν τούς Ἱερούς Κανόνες 13ο, 14ο καί 15ο, διά τῶν ὁποίων ἀπαγόρευαν αὐστηρά στούς Ὀρθοδόξους νά διακόπτουν τήν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένων τους πρό συνοδικῆς κρίσεώς τους. Γιά νά μήν ἐννοηθεῖ, ὅμως, ὅτι, διά τῆς ἀπαγορεύσεως αὐτῆς, ἀφαιρεῖται τό δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων νά διακόπτουν τήν μνημόνευση πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό ὅσους κηρύσσουν κάποια αἵρεση, οἱ σοφοί Πατέρες ἔθεσαν στό τέλος τοῦ 15ου Ἱεροῦ Κανόνος τήν ἑξῆς ἐπεξήγηση : Στά ἐπιτίμια τῶν Ἱερῶν Κανόνων δέν ὑπόκειται, ὅποιος ἀποσχίζεται πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό ἐπίσκοπο, πού κηρύσσει κάποια αἵρεση· ἀντιθέτως, εἶναι ἀξιέπαινος.
Τὸ οὐσιαστικὸ «ἀποτείχισις» παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἀποτειχίζω», τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ καί τό Μέγα Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας τῶν Liddell – Scott, σημαίνει «ὀχυρώνω, ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον». Ἑπομένως, καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει «ἀποκλεισμὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις». Τὸ δὲ τεῖχος, ποὺ ὑψώνει κανεὶς, γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ, καλεῖται ἀποτείχισμα. Ἀποτείχισις δέν σημαίνει τὸ νὰ βγεῖ κάποιος ἐκτός τοῦ τείχους, ἐν προκειμένω τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐσφαλμένα πιστεύουν οἱ περισσότεροι. Ὁ ἀποτειχισθείς κληρικός, ἕνεκα τῆς φανερῆς αἱρέσεως τοῦ ἐπισκόπου του, φτιάχνει ἕνα τεῖχος ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, μέχρι νὰ ἔρθει Ὀρθόδοξη Σύνοδος, νὰ καθαιρέσει τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, ἐὰν δὲν μετανοήσει.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως «ἀποτείχιση» προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς ἕνα τεῖχος. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.
Στὴν περίπτωση, λοιπόν, αὐτή παρέχεται ἡ δυνατότητα στόν κληρικό καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» νὰ ἀποτειχισθεῖ, νὰ ὑψώσει τεῖχος ἄμυνας, νὰ ἀποκλείσει τὴν αἵρεση, νὰ ὀχυρωθεῖ. Δεν ὑπάρχει, λοιπὸν, καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς ἐπισκόπους. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου δεν βγάζει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ὁδηγεῖ σὲ σχίσμα.
Σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν ὁμόφωνη ἁγιοπατερική διδασκαλία ἡ πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπή τοῦ μνημοσύνου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένους ἐπιτρέπεται μόνο ὅταν ὑπάρχουν δογματικοί λόγοι, δηλαδή κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δημόσια, μέ παρρησία, χωρίς ντροπή καί ἀνερυθριάστως στήν Ἐκκλησία κάποια αἵρεση. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶχαν ἐπιτρέψει τήν διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας γιά λόγους «εὐσεβείας καί δικαιοσύνης». Ἡ λέξη «δικαιοσύνη» φυσικά μποροῦσε εὔκολα νά παρερμηνευθεῖ, μέ ἀποτέλεσμα νά συμβοῦν διάφορα σχίσματα γιά «ἰάσιμα» ζητήματα, καί ὄχι ἕνεκα δογματικῶν λόγων. Τελικά, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861) ἐπί Ἁγίου Φωτίου νομοθέτησαν τρεῖς ἀλλεπάλληλους κανόνες (ιγ΄, ιδ΄ καί ιε΄), διά τῶν ὁποίων ἀπαγόρευαν αὐστηρά τήν πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ὑπέπεσαν σέ ὁποιοδήποτε «ἔγκλημα», παρεκτός διακηρύξεως κάποιας αἱρέσεως. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Πατέρες ἑρμήνευσαν τόν λα΄ Ἀποστολικό Κανόνα καί ἐξέφρασαν τό Ὀρθόδοξο φρόνημα, τό ὁποῖο κατά καιρούς διακηρυσσόταν μέ πλήρη ὁμοφωνία ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες.
Ἑπομένως, διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται μόνον, ὅταν ὑπάρχει αἵρεση, μόνο γιά δογματικά ἐγκλήματα, καί ὄχι γιά ἠθικά (π.χ. πορνεία, ἱεροσυλία κ.ἄ.). Ἀπαγορεύεται ἡ διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἄνευ λόγων πίστεως. Βέβαια, ὁ 31ος Ἀποστολικός Κανών δίνει τό δικαίωμα ἀκόμη καί γιά θέματα δικαιοσύνης νά παύει ὁ ἱερεύς τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου του. Τόν τελευταῖο Κανόνα ἐφήρμοσε ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στήν γνωστή περίπτωση τῆς μοιχειανικῆς ἔριδος, καί μέ βάση αὐτόν διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Κων/λεως Ἰωσήφ. Πολύ ὀρθά ἔπραξε ὁ Ὅσιος, διότι στήν ἐποχή του ὑπῆρχε καί ἴσχυε μόνο ὁ 31ος Ἀποστολικός Κανών. Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε τό 759 καί ἐκοιμήθη τό 826. Δέν εἶχε συγκληθεῖ ἀκόμη ἡ ΑΒ΄ Σύνοδος, γιά νά ἐκδώσει τόν 15ο Κανόνα της. Αὐτή συγκλήθηκε μετά ἀπό 35 χρόνια, τό 861. Ὁ Ὅσιος ἐφήρμοσε τήν ἀκρίβεια τοῦ πράγματος. Ὅμως, σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου ἦταν καί ὁ ἅγιος Νικηφόρος μετέπειτα Πατριάρχης Κων/λεως, ὁ ὁποῖος ἐφήρμοσε τήν οἰκονομία τοῦ πράγματος καί δέν διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ, ἀλλά εἶχε κοινωνία μαζί του. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι στό θέμα τῆς διακοπῆς μνημοσύνου γιά θέματα δικαιοσύνης την ἐποχή ἐκείνη ἐφαρμόστηκαν καί ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία, πού εἶναι τά δύο κουπιά, μέ τά ὁποία προχωρᾶ τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία πάντως κανέναν ἀπό τούς δύο δέν ἐκάκισε, οὔτε τούς ἐπέβαλε ἐπιτίμια, ἀλλά ἀνεκήρυξε καί τούς δύο ὡς ἁγίους της. Σήμερα, πάντως, ἰσχύει ἡ πάγια θέση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ὅτι διακοπή μνημοσύνου ἐπιτρέπεται ἀποκλειστικά καί μόνο γιά θέματα αἱρέσεως.
Θά πρέπει νά εἰπωθεῖ ὅτι κατ’ἀκρίβειαν ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων θά ἔπρεπε νά εἶναι γεγονός ἐδῶ καί καιρό, ἐξαιτίας τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση, μέσῳ τῶν συνεχῶν καί πυκνουμένων συμπροσευχῶν καί ἡμισυλλειτούργων. Κόκκινη γραμμή γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως εἶναι ἡ αἵρεση. Ἕνεκεν, ὅμως, τῆς ἀγνοίας, τῆς ἀμαθείας, τῆς ὀλιγωρίας, τῆς ἀπροθυμίας καί τοῦ φόβου, μέχρι τώρα ἐφαρμόζεται ἡ οἰκονομία κατ’ ἄκραν ἀνοχήν. Ἡ κόκκινη γραμμή, πού μέχρι πρότινος εἶχε τεθεῖ, ἡ σταγόνα, πού θά ξεχείλιζε τό ποτήρι γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ἄνευ ἄλλης ἀναβολῆς, ἦταν τό κοινό συλλείτουργο καί τό κοινό ποτήριο Πάπα καί Πατριάρχη, δηλ. ἡ διαμυστηριακή κοινωνία, ἡ intercommunion. Σήμερα, ὅμως, μετά τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καί τήν ἀποδοχή της ἀπό πλείστους ὅσους Ἐπισκόπους ἡ κόκκινη γραμμή γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ἔχει μετατεθεῖ καί κατεβεῖ καί εἶναι ἡ συνοδική ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος στούς αἱρετικούς, ἑτεροδόξους, πρᾶγμα πού ἔκανε ἡ Κολυμπάρια ψευδοσύνοδος. Ἡ μή καταδίκη τῶν αἱρέσεων εἶναι τό κακούργημα τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
ΣΤ) Σύμφωνα μέ τόν ἔγκριτο καί ἐξαίρετο κανονολόγο μακαριστό ἀρχιμανδρίτη π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός. Δέν ἀξιώνει δηλ. ἀπαραιτήτως ἀπό τούς Κληρικούς νά παύσουν τό μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου, πού διδάσκει αἱρετικά, πρίν ἀπό τήν καταδίκη του, ἀλλά ἁπλῶς παρέχει σ’αὐτούς τήν δυνατότητα. Ἄν κάποιος Κληρικός, λέγει ὁ Κανών, ἀποκοπεῖ ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», καθόλου δέν παρανομεῖ, γι’αὐτό καί δέν ὑπόκειται σέ ἐπιτίμηση, ἀλλά μᾶλλον εἶναι ἄξιος ἐπαίνου. Ἄν, ὅμως, ἄλλος Κληρικός δέν τό πράξει αὐτό, ἀλλά, χωρίς νά ἀσπάζεται τίς διδασκαλίες τοῦ Ἐπισκόπου, συνεχίσει τό μνημόσυνό του, ἀναμένοντας συνοδική διάγνωση καί καταδίκη, καθόλου δέν κατακρίνεται ἀπό τόν Ἱερό Κανόνα. Ὁ Κανών δέν νομοθετεῖ ὑποχρέωση, ἀλλά ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Πουθενά δέν λέγει ὅτι ὀφείλουν οἱ Κληρικοί νά ἀποχωρίζονται ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο πρίν ἀπό τήν καταδίκη του, οὔτε ὁμιλεῖ γιά κάποια τιμωρία ἤ καί ἁπλῶς ἔστω γιά μέμψη ἐναντίον αὐτῶν, πού δέν ἀποχωρίζονται, παρ’ὅλο πού εἶναι συνήθη στούς Ἱερούς Κανόνες τά «καθαιρείσθω» προκειμένου περί Κληρικῶν, πού δέν ἐκπληρώνουν στό ἀκέραιο τίς ὑποχρεώσεις τους. Ἁπλῶς λέγει ὅτι αὐτοί οἱ Κληρικοί, πού ἀποκόβονται ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο, δέν εἶναι κατακριτέοι. Ὅτι αὐτό εἶναι ἀληθές πείθει καί τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ στήν μακρά ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθαιρέθηκαν ἀμέτρητοι Ἐπίσκοποι γιά αἵρεση, οὐδέποτε καθαιρέθηκε κάποιος Κληρικός ἤ καί ἁπλῶς ἐπιτιμήθηκε γιά τόν λόγο ὅτι δέν ἔσπευσε νά ἀποσχισθεῖ πάραυτα ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀνέμενε τήν καταδίκη του ἀπό Σύνοδο[5].
Παραθέτουμε δύο μόνο μαρτυρίες ἐπιφανῶν Ἁγίων, Πατέρων, Διδασκάλων καὶ Ὁμολογητῶν, γιὰ νὰ φανεῖ ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ποιοί φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὥστε οἱ μὲν αἱρετίζοντες Οἰκουμενισταὶ νὰ κλείσουν τὰ ἀπύλωτά τους στόματα καὶ τὴν τρομοκράτηση τῶν ἀγνοούντων μὲ τὸ φόβητρο τοῦ σχίσματος, οἱ δὲ ἡμέτεροι ὀπαδοὶ τῆς σιγῆς καὶ τοῦ ἐφησυχασμοῦ νὰ σκεφθοῦν καλύτερα καὶ νὰ ἐνεργήσουν τολμηρότερα καὶ πατερικώτερα, νὰ φοβοῦνται, ὄχι τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους.
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς τὸν 7ο αἰώνα, ἁπλὸς μοναχός, ἀλλὰ, λόγῳ τῆς τεράστιας μόρφωσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ, ὑπεροχώτερος καὶ ὑψηλότερος πολλῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων[7], σήκωσε σχεδὸν μόνος τὸ βάρος τῆς ἀντίδρασης ἀπέναντι στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἡ ὁποία εἶχε καταλάβει ὅλα τὰ πατριαρχεῖα, γιὰ κάποιο διάστημα καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὅπως τώρα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει καταλάβει τὴν πλειονότητα τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν μὲ συνοδική του κατοχύρωση στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἀκόμη καὶ οἱ αὐτοκράτορες εἶχαν πεισθῆ ὅτι, γιὰ νὰ ἐπικρατήσει εἰρήνη καὶ ἑνότητα καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ κράτος ἔπρεπε νὰ παύσει νὰ ἀντιδρᾶ ὁ Ὅσιος Μάξιμος, τὴν θεολογικὴ γραμμὴ τοῦ ὁποίου ἀκολουθοῦσε μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἔπρεπε εἴτε μὲ τὴν πειθὼ εἴτε μὲ τὴν βία νὰ δεχθεῖ τὸ συμβιβαστικὸ καὶ διπλωματικὸ κείμενο τοῦ «Τύπου», ὅπως ὀνομάσθηκε τὸ ἔγγραφο, ποὺ ἑτοίμασαν οἱ θεολόγοι τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´, ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου, στὶς αὐλὲς τῶν ἀνακτόρων καὶ τοῦ Πατριαρχείου, σὰν τὰ διπλωματικὰ κείμενα, ποὺ ἑτοίμασε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε, ὄχι μὲ μία αἵρεση, ἀλλὰ συλλήβδην μὲ ὅλους τοὺς αἱρετικούς. Οἱ ἐπίσκοποι τῆς τότε διπλωματικῆς θεολογίας σταλμένοι ἀπὸ τὸν πατριάρχη στὸν τόπο φυλακίσεως τοῦ Ὁσίου Μαξίμου προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐκφοβίσουν ὅτι μὲ τὴν ἄκαμπτη καὶ ἀνυποχώρητη στάση του ἀπέναντι σὲ ὅ,τι ἀποφάσισαν ὅλες οἱ τοπικὲς ἐκκλησίες, μὲ τὴν διακοπὴ κοινωνίας, βγάζει τὸν ἑαυτό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας, φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι παραδειγματικὴ καὶ καθοδηγητικὴ διαχρονικὰ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Θεολόγου καὶ Ὁμολογητοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν βρίσκεται ἐκεῖ, ποὺ βρίσκονται αὐτοὶ, οἱ ὁποῖοι τὴν διοικοῦν, οἱ πατριάρχες, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ σύνοδοι, ἀλλὰ ἐκεῖ, ποὺ ὑπάρχει ἡ σωτήρια ὁμολογία τῆς πίστεως. Τὶς συνόδους δὲν τὶς νομιμοποιεῖ ὁ συγκαλῶν καὶ οἱ συγκαλούμενοι, ἀλλά «ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης». Παραθέτουμε τὸ ἡρωϊκὸ ὁμολογητικὸ κείμενο : «Ἔφασκον δ᾽ οἱ ἀφιγμένοι πρὸς τοῦ πατριάρχου ἐστάλθαι· οἳ καὶ ταῦτα, ὡς εἶχον, προὔτειναν τῷ ἁγίῳ· “Ποίας εἶ, φασίν, ὦ οὗτος, Ἐκκλησίας;”. Αὐτοῖς γὰρ τοῖς ἐκείνων χρήσομαι ρήμασι· “Βυζαντίου, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων; Ἰδοὺ πᾶσαι μετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτὰς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἶ τοίνυν εἶ τῆς Καθολικῆς καὶ αὐτὸς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδὸν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ἅπερ οὐ προσδοκᾶς”. Πρὸς οὓς ὁ μακάριος πῶς ἂν εἴποις ἐπικαίρως καὶ συνετῶς ἀποκρίνεται: “Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς πίστεως ὁμολογίαν, ὁ Κύριος εἶναι εἰπών, ἐπὶ τούτῳ καὶ Πέτρον καλῶς ὁμολογήσαντα, ἐμακάρισεν”»[8]. Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἀνακρίσεως, λόγου γενομένου περὶ συνόδων καὶ περὶ τῆς κανονικῆς ἢ μὴ κανονικῆς συγκλήσεώς τους, ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἔθεσε τὸ οὐσιαστικὸ κριτήριο, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ μία σύνοδος ὀρθόδοξη. Εἶπε ὅτι ὁ εὐσεβὴς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ἅγιες καὶ ἔγκυρες συνόδους ἐκεῖνες, ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων : «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανὼν, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»[9]. Στὴν κατηγορία ὅτι μὲ τὴ στάση του προκαλεῖ σχίσμα, ὅπως κατηγοροῦν σήμερα ὅσους ἀπορρίπτουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἀπήντησε λέγοντας μὲ ἐρωτηματικὸ λόγο : «Ἂν αὐτὸς, ποὺ λέγει ὅσα διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες, σχίζει τὴν Ἐκκλησία, τί θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι διαπράττει εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸς, ποὺ ἀναιρεῖ τὰ δόγματα τῶν Ἁγίων, ἄνευ τῶν ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία»[10];
Στὴν ἴδια γραμμὴ βαδίζει μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ αἰῶνες, τὸν 14ο αἰώνα, ὁ μεγάλος Ἡσυχαστὴς καὶ Ὁμολογητής, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος θεολόγος τῆς δεύτερης χιλιετίας. Μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμούς, χωρὶς τὶς φράγκικες δυτικὲς ψευτοευγένειες, ἐπικρίνει ὡς ψεύτη τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἕνα γράμμα πρὸς τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ὅπου ἐπιβεβαίωνε τὴν ἀντίθεσή του πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, γεμᾶτο ἀπὸ ἀνακρίβειες καὶ ψεύδη. Στὸ γράμμα του ὁ πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἔγραφε ὅτι ἐπιστρέφει στὴν ἐκκλησία του, στὴν Ἀντιόχεια, τὴν ὁποία ἔλαβε ὡς κλῆρο, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως νομίζουν καὶ ἰσχυρίζονται καὶ σήμερα ὅσοι καταλαμβάνουν ἐπισκοπικούς, ἀρχιεπισκοπικοὺς καὶ πατριαρχικοὺς θρόνους. Ἔγραφε : «Ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ Χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Θυμωμένος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὶς ἐναντίον του ἀβάσιμες καὶ ἀθεολόγητες κατηγορίες, διερωτᾶται κατ᾽ ἀρχὴν ποιά σχέση, ποιά μερίδα στὴν Ἐκκλησία, ποιά διαδοχὴ καὶ κληρονομιὰ στὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτός «ὁ συνήγορος τοῦ ψεύδους», διαδοχὴ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», καὶ ποὺ διαμένει διηνεκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη σταθερὰ πάνω σὲ ἐκεῖνα, ποὺ ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια. Ἀποφθεγματικὰ λέγει στὸν αἱρετίζοντα πατριάρχη ὅτι εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διότι «οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Διαψεύδουν, λοιπὸν, τοὺς ἑαυτούς τους, λένε ψέμματα, ὅσοι ἀποκαλοῦν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἀλληλοεπικαλοῦνται ποιμένες καὶ ἀρχιποιμένες, ὅταν δὲν ὀρθοδοξοῦν. Γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως : «Μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»[11].
Εἶναι παραδειγματικὴ καὶ καθοδηγητικὴ ἡ παρρησία, ἡ τόλμη, ἡ σταθερὴ καὶ ἀνυποχώρητη στάση ἑνὸς ἁπλοῦ μοναχοῦ τοῦ Ὁσίου Μαξίμου, καὶ ἑνὸς ἁπλοῦ παπᾶ, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρὶν γίνει μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἀπέναντι στὴν πανίσχυρη ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἡγεσία. Δέν ἀμφέβαλλαν καθόλου γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ποιὸς φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ποιὸς προκαλεῖ σχίσματα. Πίστευαν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράσει, νὰ ἐκπροσωπήσει ἀκόμη καὶ ἕνας μοναχός, ἀκόμη καὶ ἕνας παπᾶς, ὅταν ἐκφράζουν καὶ ἐκπροσωποῦν τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Η) Διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στίς ἱερές ἀκολουθίες καί δή στήν κορωνίδα τῶν θεουργῶν μυστηρίων, τήν Θεία Λειτουργία, μπορεῖ νά κάνει μόνον ὁ ἱερεύς, καί ὄχι ὁ μοναχός ἤ ὁ λαϊκός, διότι ὁ ἱερεύς ἔχει, διά τῆς χειροτονίας, τήν μυστηριακή ἱερωσύνη. Ὁ ἱερεύς εἶναι αὐτός, πού τελεῖ ἀκολουθίες, ἱερά μυστήρια καί μνημονεύει τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο˙ ὁπότε μόνον αὐτός μπορεῖ νά διακόψει τή μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου του στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τίς Θεῖες Λειτουργίες. Ἐπίσης, οἱ μή μνημονεύοντες ἱερεῖς ὄφείλουν νά μήν συλλειτουργοῦν καί νά μήν συμπροσεύχονται μέ Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί ἱερεῖς, νά μήν ἀσπάζονται τά χέρια τους, νά μήν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀλλά νά κρατοῦν ἀποστάσεις ἀπ’αὐτούς.
Ὁ μοναχός ἤ ὁ λαϊκός ἀνήκει μέν στό «βασίλειον ἱεράτευμα»[12], ὅμως δέν ἔχει τήν μυστηριακή ἱερωσύνη, δέν τελεῖ ἀκολουθίες, ἱερά μυστήρια, δέν μνημονεύει, ὁπότε δέν μπορεῖ νά κάνει διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου. Τό μόνο, πού μπορεῖ νά κάνει ὁ μοναχός ἤ ὁ λαϊκός, εἶναι ἡ διακοπή κάθε ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς Οἰκουμενιστές Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς καί λαϊκούς. Αὐτό γίνεται α) μέ τό νά μήν ἐκκλησιάζεται ἐκεῖ, ὅπου λειτουργοῦν φιλοαιρετικοί, λατινόφρονες καί Οἰκουμενιστές ψευδεπίσκοποι ἤ ὁμόφρονές τους κληρικοί, ἀλλά νά ἐκκλησιάζεται, ὅπου ὑπάρχουν ὑγιεῖς, ὀρθοφρονοῦντες καί ὄντως Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, β) μέ τό νά μήν παίρνει τήν εὐχή τους, οὔτε νά ἀσπάζεται τά χέρια τους, γ) μέ τήν ἄμεση εἰρηνική ἀποχώρηση ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς ἅμα τῇ ἐμφανίσει καί παρουσία Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καί λαϊκῶν, καί βεβαίως μέ τό νά ἐλέγχει αὐστηρά γραπτῶς καί προφορικῶς τούς αἱρετίζοντες Οἰκουμενιστές.
Γιά καθαρά ποιμαντικούς λόγους συνιστᾶται στούς πιστούς νά ἀποφεύγουν νά ἐκκλησιάζονται, ὅπου λειτουργοῦν ἤ μνημονεύονται φανεροί αἱρετικοί οἰκουμενιστές ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Νά προτιμοῦν νά πηγαίνουν ἐκεῖ, πού λειτουργοῦν ὀρθόδοξοι στό φρόνημα ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους δέν ἔχουν κόψει τό μνημόσυνο τῶν αἱρετιζόντων, καί αὐτό κατ’οἰκονομίαν. Τό ἄριστο καί ἐπαινούμενο κατά τήν κανονική ἀκρίβεια εἶναι νά ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ, πού δέν μνημονεύονται οἱ αἱρετίζοντες, ἐκεῖ δηλαδή πού οἱ ἱερεῖς ἔχουν προχωρήσει σέ διακοπή μνημοσύνου.
Οἱ Ἀρχιεπίσκοποι καί Μητροπολίτες, πού ἀνήκουν ἐκκλησιαστικῶς στό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο καί μνημονεύουν τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν Ἱερά Σύνοδο (ὅπως π.χ. οἱ Ἀρχιεπισκοπές καί Μητροπόλεις τῆς Διασπορᾶς καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης) μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ ἱερεῖς, που διακονοῦν σέ Μητροπόλεις, πού ἀνήκουν ἐκκλησιαστικῶς στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅπου οἱ Ἐπίσκοποι μνημονεύουν τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη, μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου τους.
Το ἴδιο ἰσχύει, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, καί γιά τούς Μητροπολίτες καί ἱερεῖς, πού ἀνήκουν στά ἄλλα πρεσβυγενῆ ἤ νεώτερα Πατριαρχεία.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος μπορεῖ νά διακόψει τήν μνημόνευση ἄλλου Πατριάρχου ἤ Ἀρχιεπισκόπου, μή μνημονεύοντας τό ὄνομά του στά δίπτυχα. Οἱ Μητροπολίτες τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, μνημονεύουν τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ Μητροπολίτες τῆς λεγομένης παλαιᾶς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, μνημονεύουν τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ ἱερεῖς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, πού μνημονεύουν τόν ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπο, μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του. Οἱ ὑπόλοιποι ἱερεῖς μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος μόνο τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου τους.
Ι) Σέ περίπτωση, πού ὁ ἱερεύς διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, δέν θά πρέπει στή θέση του νά μνημονεύσει ἄλλον Ἐπίσκοπο ἤ τήν Ἱερά Σύνοδο ἤ τόν Χριστό ἤ ὁποιουσδήποτε ἄλλους. Ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου πουθενά δέν λέγει ὅτι αὐτός, πού παύει τό μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου του, προσκολλᾶται στόν πρῶτο τυχόντα Ἐπίσκοπο. Πολλῷ μᾶλλον δέν λέγει ὅτι προσκολλᾶται σέ Ἐπισκόπους, ἐναντίον τῶν ὁποίων ἐξεγείρονται δεινῶς οἱ Ἱεροί Κανόνες. Ὁ Κληρικός, πού παύει τό μνημόσυνο τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, ἀρκεῖται σ’αὐτό, ἀποφεύγει νά μνημονεύσει κάποιον ἄλλον καί ἀναμένει μέ ἡρεμία συνειδήσεως τήν κρίση τῆς Συνόδου. Αὐτό καί μόνο εἶναι τό νόημα τοῦ Κανόνος[13].
ΙΑ) Ἡ παύση μνημοσύνου τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου εἶναι τό ἔσχατο ὄριο, τό ὁποῖο ἐπιτρέπουν οἱ Ἱεροί Κανόνες. Δέν πρέπει ὁ Κληρικός, πού τό ἐφαρμόζει νά προχωρήσει περαιτέρω (δηλ. στήν ἀποδοχή μνημοσύνου ἄλλων Ἐπισκόπων), διότι τότε προσχωρεῖ σέ σχίσμα. Ἐφ΄ὅσον ἀρκεῖται σ’αὐτό καί συνεχίζει νά κοινωνεῖ μέ τήν Τοπική Ἐκκλησία καί μέ ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στέκεται σέ ἔδαφος ἐκκλησιαστικῶς ἀσφαλές. Πρέπει νά προσέχει μόνο νά μήν σημειωθεῖ κι ἄλλο βῆμα. Ἐφ’ὅσον ἀρκεῖται σ’αὐτό καί δέν προβαίνει στήν ἀποκήρυξη τοῦ οἰκείου αἱρετίζοντος Ἐπισκόπου, δηλ. στήν διακήρυξη ὅτι αὐτός εἶναι πλέον ἔκπτωτος, ὅτι εἶναι καθηρημένος, ὅτι στερήθηκε τῆς Χάριτος, δέν τελεῖ ἔγκυρα Μυστήρια κλπ, δέν εἶναι δυνατόν νά κατηγορηθεῖ γιά Προτεσταντισμό. Ὁ 15ος Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας ἐπιτρέπει μέν στά ἄτομα τήν παύση τοῦ μνημοσύνου πρό Συνοδικῆς διαγνώσεως, δέν ἀναθέτει, ὅμως, στά ἄτομα τίς δίκες καί καταδίκες τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων. Αὐτό εἶναι ἔργο, ὄχι ἀτόμων, ἀλλά Συνόδου[14].
ΙΒ) Στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία ἀντί τῆς αἰτήσεως «Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν …», πρέπει νά λέει «Ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἡ ἐκφώνηση τῆς Θείας Λειτουργίας «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν … ὅν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις σῶον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», πρέπει νά λέγεται ὡς ἐξῆς : «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομοῦντων τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Ἀντικαθίσταται δηλ. τό «Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν …» μέ τό «Ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων…». Κατ’αὐτόν τόν τρόπο τελοῦσαν τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες τῶν Ἱερῶν Μονῶν, τῶν σκητῶν καί τῶν κελιῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθώς καί οἱ τρεῖς μακαριστοί Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, οἱ Φλωρίνης κυρός Αὐγουστῖνος Καντιώτης[15], Παραμυθίας κυρός Παῦλος καί Ἐλευθερουπόλεως κυρός Ἀμβρόσιος, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ μασόνου καί μεγάλου Οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, τήν τριετία 1970-1973[16].
Εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ ἀκαταμάχητο τὸ ἐπιχείρημα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλαν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν ψευδοένωση τῆς Λυὼν (1273), τοὺς πίεζε νὰ μνημονεύουν στὴν Θ. Λειτουργία τὸ ὄνομα τοῦ πάπα. Ἀποκρούοντας αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση, ἀντιτείνουν : «Πῶς εἶναι δυνατόν, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς συνιστᾶ οὔτε στὸν δρόμο νὰ χαιρετοῦμε τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ τοὺς δεχόμαστε σὲ κοινὲς οἰκίες, ἐμεῖς νὰ τοὺς εἰσάγουμε μέσα στοὺς ναούς, ὅταν στὴν φρικτὴ καὶ μυστικὴ τράπεζα θύεται καὶ σφαγιάζεται ἀθύτως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Μόνον ἀπὸ τὸν Ἅδη θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπορεύεται φωνὴ ποὺ μνημονεύει τὸν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν πάπα. Ἂν ὁ ἁπλὸς χαιρετισμὸς τῶν αἱρετικῶν μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἱρέσεως, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν φωνητικὰ ἰσχυρὴ μνημόνευσή του, ὅταν τελοῦνται τὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια; Καὶ ἂν ὁ Χριστός, ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης κείμενος, εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς θὰ δεχθεῖ τὸ μεγάλοψεῦδος, τὸ νὰ συμπαραθέτουμε τὸν πάπα ὡς ὀρθόδοξο πατριάρχη μὲ τοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους πατριάρχες; Τὴν ὥρα τῶν φρικτῶν μυστηρίων θὰ παίζουμε θέατρο καὶ θὰ παρουσιάζουμε τὸ ἀνύπαρκτο ὡς ὑπαρκτό, τὴν αἵρεση ὡς Ὀρθοδοξία; Πῶς θὰ τὰ ἀνεχθεῖ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ καὶ δὲν θὰ διακόψει τὴν κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουν καὶ δὲν θὰ τοὺς θεωρήσει ὡς καπήλους καὶ ἐκμεταλλευτὲς τῶν θείων»[17]; Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ, χωρὶς τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων, ἀλλὰ, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία», ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομένου. Ἀναφέρουν μάλιστα καὶ τὴν ἐξήγηση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἱερουργὸς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως, γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὸν προϊστάμενό του, ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτὸν καὶ ὅτι εἶναι διάδοχος τῶν θείων μυστηρίων[18].
ΙΔ) Ὁ ἱερεύς, πού ἐφαρμόζει τήν διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, δέν θά πρέπει νά ἀποδεχθεῖ τίς ποινές καί τά ἐπιτίμια (ἀργία, δίωξη ἀπό τό ναό, ἀπαγόρευση τελέσεως Θείας Λειτουργίας, στέρηση μισθοῦ, ἐπισκοπικά και συνοδικά δικαστήρια, καθαίρεση), πού σίγουρα, ἀλλά ἀντικανονικά, θά τοῦ ἐπιβληθοῦν ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του καί τήν Σύνοδο, ἀλλά νά συνεχίσει νά τελεῖ τή Θεία Λειτουργία, ἀκόμη καί σέ κάποιο σπίτι ἤ αἴθουσα, ἀφοῦ θά τοῦ ἔχει ἀπαγορευθεῖ ἡ χρήση Ἱεροῦ Ναοῦ.
ΙΕ) Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι εἶναι ἄκυρα τά ἱερά μυστήρια καί ἡ Θεία Λειτουργία ὅσων ἱερέων προχωροῦν σέ ὀρθή ἐφαρμογή διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἀρχιερεώς, δεν ἰσχύει.
ΙΣΤ) Πρότυπο καί πηγή γιά τήν διακοπή μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων εἶναι οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι πατέρες μας, ὅπως ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, οἱ Ἁγιορείτες Πατέρες ἐπί λατινόφρονος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός[19] καί οἱ Ἁγιορείτες Πατέρες ἐπί μασόνου καί μεγάλου Οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα. Ἀπ’ὅλ’αὐτά τά παραδείγματα, θά σταθοῦμε μόνο σέ τρία. Στό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Παϊσίου καί τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί Ἀθηναγόρα καί τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Φλωρίνης κυροῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ Ἐλευθερουπόλεως κυροῦ Ἀμβροσίου καί τοῦ Παραμυθίας κυροῦ Παύλου.
Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί διακοπή μνημοσύνου
Ὅσιος Παΐσιος καί διακοπή μνημοσύνου
Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί διακοπή μνημοσύνου
Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί διακοπή μνημοσύνου
Μετὰ πικρίας ἀνέγνωμεν βλασφήμους δηλώσεις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα καταχωρισθείσας εἰς ἀπογευματινὴν ἐφημερίδα Ἀθηνῶν δι ὧν ἐδονήθησαν θεμέλια Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπίθεσις καὶ δὴ ἀκριβῶς μίαν ἑβδομάδα πρὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς νηστειῶν, καθ’ ἣν τὰ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων ἑορτάζουν τὸν θρίαμβον τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων, ὑπῆρξε καθ’ ὅλας τὰς ἐνδείξεις προμελετημένη καὶ ἐπίβουλος.
Τὸ Φανάριον, ὅπερ μέχρι καὶ τῆς προχθὲς ἀπετέλει ἔνδοξον ἔπαλξιν τῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀτρύτων ἀγώνων, οἱ ἡγέται τοῦ ὁποίου σθεναρῶς ἠγωνίσθησαν καὶ ἐθυσιάσθησαν ὑπὲρ τῆς πανσέπτου Ὀρθοδοξίας, σήμερον μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ τινας εὐαρίθμους ὁμόφρονας αὐτῷ κληρικούς, ἐξεστράτευσε διὰ νὰ τὴν πλήξη θανασίμως.
Ἐφ’ ᾧ καὶ ἐπεστρατεύθη ἡ πρώτου μεγέθους, κατὰ τὴν πατριαρχικὴν ἔκφρασιν φυσιογνωμία, ὁ μητροπολίτης δηλονότι Χαλκηδόνος κ. Μελίτων, ἡ φωνὴ τοῦ Φαναρίου -κατὰ τὸν πατριάρχην- ὅμοιον τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει πολλοὺς τὸ Φανάριον καὶ τὸν ὁποῖον ἀσφαλῶς θὰ ἀπεθαύμαζε τὴν Κυριακήν της Τυροφάγου, [ὁ Πατριάρχης] ὅταν ἡδέως ἤκουεν αὐτοῦ, ἐξ Ἀθηνῶν ὁμιλοῦντος περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, περὶ μεταμορφώσεως τῆς Ἐκκλησίας, περὶ καρναβάλου, ἀλλὰ (ἄκουσον-ἄκουσον) καὶ περὶ ὑποκρισίας.
Μὲ ποῖον, ὅμως, κῦρος ὁ κ. Μελίτων ἐτόλμησε νὰ στηλιτεύση ὑποκριτὰς καὶ ὑποκρισίαν, ὅταν ὁ ἴδιος καὶ δὴ ἐν ὥρᾳ θείας λατρείας μυρίους ὑποκριτικοὺς φωνητικοὺς ἀττικισμοὺς μετελθῶν καὶ διὰ χειρονομιῶν καὶ ποικίλων τοῦ σώματος κινήσεων, ἥκιστα σοβαρῶν καὶ σεμνῶν, κατὰ τὰς μαρτυρίας ἀκηκοότων καὶ ἑωρακότων, οὐχὶ εἰς λειτουργοὺς τοῦ Ὑψίστου ἀλλ΄ εἰς ἠθοποιοὺς καὶ μίμους προσιδιαζουσῶν, ἐπέτυχε νὰ πείση τοὺς πάντας ὅτι ὄντως διαθέτει ἀξιόλογον τάλαντον ὑποκριτικῆς ἱκανότητος καὶ τέχνης;
Κατόπιν, λοιπόν, τῶν δημοσιευθεισῶν δηλώσεων τοῦ Πατριάρχου, δι’ ὧν οὗτος φέρεται προσχωρῶν ἀνεπιφυλάκτως εἰς αἵρεσιν, ἐξαντληθείσης τῆς ὑπομονῆς μου καὶ μὴ ὑπάρχοντος περαιτέρω περιθωρίου ἀναμονῆς, ἔπαυσα ἀπὸ σήμερον ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥΤΟΥ, κατ’ ἐφαρμογὴν ΙΕ΄ Κανόνος Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Τοῦ λοιποῦ θὰ μνημονεύωμεν ἁγίας καὶ ἱερᾶς ἡμῶν συνόδου, ἐπιφυλασσόμενος ἐπαναλάβω μνημόσυνον αὐτοῦ, εὐθὺς ὡς οὗτος ἀποδοκιμάση ἢ διαψεύση ἀντορθοδόξους δηλώσεις του, καθ’ ἃς αἱ ἐκθεμελιωτικαὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ σατανικῆς ἐμπνεύσεως αἱρέσεις Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα καὶ ἀσημάντους διαφοράς.
Σήμερον (τό 1970) σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία γεραίρει τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, προχθὲς ἑώρτασεν τὴν ἱερὰν μνήμην τοῦ μεγάλου Φωτίου, [6 Φεβρουαρίου] ἐπανηγύρισεν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ [19 Ἰανουαρίου].
Ἐὰν συνταχθῶμεν τοῖς ἀντορθοδόξοις φρονήμασι τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ διαγραφοῦν ἀπὸ τὸ ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὐ μόνον τὰ ὀνόματα τῶν διαληφθέντων ἁγίων ἀλλὰ καὶ ἁπάντων τῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀγωνισθέντων καὶ ἀναιρεθέντων μαρτύρων.
Λυποῦμαι βαθύτατα διὰ τὴν ἣν ἔλαβον αὐστηρὰν θέσιν, ἔναντι ἀνακύψαντος σοβαροτάτου ζητήματος.
Ἡ ἀρχιερατική μου συνείδησις μὲ ὑποχρεοῖ, ἵνα μὴ σιωπήσω περαιτέρω. Καιρὸς ὅπως ὑψωθοῦν φραγμοὶ ἰσχυροὶ καὶ ἀνυπέρβατοι κατὰ παπικοῦ δεσποτισμοῦ καὶ ἐπεκτατικῶν αὐτοῦ σχεδίων, ταπεινὸς ὑπηρέτης τῶν ὁποίων ἀνεδείχθη -ἀτυχῶς- ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἀσθενεῖς τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει Οἰκουμενισταί.
Πιστεύομεν ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας οὐ μόνον θὰ κατανοήση ἀπόφασίν μου, εἰς ἣν μὲ ὁδηγεῖ ἐπιταγὴ συνειδήσεώς μου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐφαρμόση ἔναντι δογματικῶς ἐκτροχιασθέντος Πατριάρχου, ὅ,τι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ὑποδεικνύουν καὶ ἐπιτάσσουν».
Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης καί διακοπή μνημοσύνου
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης κυρός Χρυσόστομος Καβουρίδης, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῶν παλαιοημερολογιτῶν, ἡ καθαίρεσι καὶ ὁ ἀφορισμὸς διακρίνονται σὲ «δυνάμει» καὶ σὲ «ἐνεργείᾳ». Κληρικὸς, ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρις ὅτου κριθῇ ἀπὸ Σύνοδο, μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ δυνάμει καθῃρημένος· ἐνεργείᾳ καθῃρημένος καθίσταται μόνο μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίσι. Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου. Γιὰ παραβάσεις δηλαδὴ ἱ. κανόνων ἐθεωρεῖτο «δυνάμει» καθῃρημένος, δὲν ἦταν ὅμως καὶ «ἐνεργείᾳ». Ἀλλ᾿ ὑπῆρχαν καὶ ἐνέργειές του, ποὺ ἔθιγαν δόγματα. Καὶ στὴν περίπτωσι αὐτή, ἀφοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφασι καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο· ἡ καθαίρεσις ἐπέρχεται αὐτομάτως κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τὸν ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὡς ἱεροκῆρυξ εἶχα μνημονεύσει καὶ εἶχα ζητήσει ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Β. Ἑλλάδος νὰ τὸν ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη. Γιατί τώρα, μὲ ρωτοῦσαν, ποὺ γίνατε ἐπίσκοπος τῆς Βορείου Ἑλλάδος, δὲν ἐφαρμόζετε ὁ ἴδιος τὸν κανόνα καὶ δὲν διακόπτετε τὴν πνευματικὴ σχέσι μὲ τὸν πατριάρχη;
Ἀπάντησις : Ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅ,τι πίστευα καὶ τότε. Δὲν ἐφαρμόζω, ὅμως, ἀκόμη τὸν κανόνα αὐτόν, ὄχι διότι φοβοῦμαι· διεκινδύνευσα ἤδη τὸ θρόνο κατ᾿ ἐπανάληψιν γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ Ἱ. Κανόνων. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἔχω τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἐφαρμόσω, τρέμω καὶ ἰλιγγιῶ ἐμπρὸς στὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μία ἐνέργεια, ποὺ θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα δονήσεως μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.. Ἐρευνῶ, λοιπὸν, καὶ βασανίζω τὸ πρᾶγμα βαθύτερα, καὶ περιμένω πληροφορία τῆς συνειδήσεώς μου, ἡ ὁποία ἰσχυρῶς νὰ μὲ πείθῃ ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα. Παρακολουθῶ μὲ προσοχὴ καὶ ἀγωνία τὴν ἐξέλιξι τῆς καταστάσεως. Βλέπω, ὅτι καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνησυχοῦν καὶ διερωτῶνται· ποῦ πᾶμε; Κάτι φοβερὸ ἐγκυμονοῦν οἱ καιροί μας.. Συνεχῶς προετοιμάζω τὴν ψυχή μου, τὸ ποίμνιό μου, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν φίλων ἀναγνωστῶν, γιὰ τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἴθε ὁ Κύριος ἀποτρέψῃ ἀπὸ μᾶς τὸ πικρὸ ποτήριο. Εἴθε νὰ μὴ διασπασθῇ ἡ ἑνότης διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἐνδομύχων πόθων ὡρισμένων οἰκουμενιστῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν πάσῃ, ὅμως, περιπτώσει τὸ πότε καὶ πῶς θὰ ἐφαρμόσω τὸν ἀνωτέρω κανόνα, δὲν θὰ μοῦ τὸ ὑποδείξουν ἀνεύθυνα πρόσωπα, ἀλλὰ ἡ συνείδησί μου, ἀκούγοντας καὶ τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἐκείνου, ποὺ ἀγωνίσθηκε μαζί μου σὲ ἡμέρες σκληρᾶς δοκιμασίας».
ΙΖ) Ἡ καταπολέμηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤδη γίνεται μέ τήν ἐνημέρωση κλήρου καί λαοῦ γιά τήν μεγάλη ἀπομείωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού ἔγινε στήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, μέ τήν συγγραφή ἀντιοικουμενιστικῶν βιβλίων, κειμένων καί ἄρθρων, μέ αὐστηρό ἔλεγχο, μέ ἀνασκευή τῶν πεπλανημένων θεωριῶν καί μέ θεολογικά συνέδρια καί ἡμερίδες.
ΙΗ) Στό 22ο σημεῖο τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης γράφεται : «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας». Εἶναι σαφῆς ἐδῶ ἡ προσπάθεια ἐπιβολῆς διώξεων, καθαιρέσεων καί ἀφορισμῶν τῶν ἀντιδρώντων στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης ἐκ μέρους τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στήν σίγουρη αὐτή περίπτωση διώξεως ὅσων διακόψουν τή μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ἀπό τήν ἐπίσημη Διοικοῦσα Ἐκκλησία, θά πρέπει να καταστεῖ γνωστό καί σαφές ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά διασωθεῖ καί θά ὑφίσταται μόνο σέ ὅσους διακόψουν τή μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων, καί ὄχι στήν ἐπίσημη Διοικοῦσα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, διά τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέσῳ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, θά ἔχει καταστεῖ αἱρετική καί οἰκουμενιστική.
ΙΘ) Οἱ Οἰκουμενιστές κληρικοί, ποὺ ξέφυγαν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρις ὅτου κριθοῦν ἀπὸ Σύνοδο, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν δυνάμει καθῃρημένοι. Ἐνεργείᾳ καθῃρημένοι καθίστανται μόνο μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίση. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέει ὅτι οἱ Κανόνες προστάζουν τήν Σύνοδο τῶν ζώντων Ἐπισκόπων νά καθαιροῦν τούς ἱερεῖς ἤ νά ἀφορίζουν ἤ νά ἀναθεματίζουν τούς λαϊκούς, πού παραβαίνουν τούς Κανόνες. Ἐάν ἡ Σύνοδος δέν ἐνεργήσει ἐμπράκτως τήν καθαίρεση αὐτῶν τῶν ἱερέων ἤ τόν ἀφορισμό ἤ άναθεματισμό τῶν λαϊκῶν, τότε αὐτοί οἱ ἱερεῖς καί οἱ λαϊκοί δέν εἶναι καθηρημένοι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφορισμένοι ἤ ἀναθεματισμένοι. Εἶναι, ὅμως, ὑπόδικοι στήν μέν παροῦσα ζωή στήν καθαίρεση καί στόν ἀφορισμό ἤ ἀναθεματισμό, στήν δέ τελική Κρίση εἶναι ὑπόδικοι στήν Θεία Δίκη[24]. Ὁ πύρινος καί φλογερός Ἱεράρχης, Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστῖνος Καντιώτης[25], ὁ ὁποῖος διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί μασόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου στήν Θεία Λειτουργία τήν τριετία 1970-1973, συμπληρώνοντας τά ἀνωτέρω, ἔλεγε ὅτι αὐτά ἰσχύουν μόνο γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τῶν κληρικῶν. Γιὰ παραβάσεις δηλ. τῶν Ἰερῶν Κανόνων θεωροῦνται δυνάμει καθῃρημένοι, δὲν εἶναι, ὅμως, καὶ ἐνεργείᾳ. Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν καὶ ἐνέργειες κληρικῶν, ποὺ θίγουν τά δόγματα. Στὴν περίπτωση αὐτή, ἀφοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει ὁ κληρικός διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφαση καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο[26].
Κ) Οἱ μή μνημονεύοντες κόπτουν τήν μνημόνευση καί τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μόνο μέ τόν αἱρετίζοντα Ἐπίσκοπο. Δέν παύουν, ὅμως, τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία οὔτε μέ τήν Τοπική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκουν, οὔτε πολύ περισσότερο μέ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία.
ΚΑ) Ὁ μακαριστός ἀρχιμ. π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος προτρέπει «ὁ μνημονεύων τόν μή μνημονεύοντα μή ἐξουθενείτω, καί ὁ μή μνημονεύων τόν μνημονεύοντα μή κρινέτω». Δηλ. ὁ κληρικός, πού μνημονεύει, νά μήν ἐξουθενώνει τόν κληρικό, πού δέν μνημονεύει, καί ὁ κληρικός, πού δέν μνημονεύει, νά μήν κρίνει τόν κληρικό, πού μνημονεύει.
ΚΒ) Μεταξύ μνημονευόντων καί μή μνημονευόντων πρέπει νά ὑπάρχει ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀρκεῖ οἱ μνημονεύοντες νά μνημονεύουν ὀρθόδοξο ὡς πρός τό φρόνημα Ἐπίσκοπο, νά εἶναι ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά εἶναι πολέμιοι τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καί ὑπέρμαχοι τῆς ὀρθῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἱεροκανονικοῦ δικαιώματος τῆς ἀποτειχίσεως. Εἶναι λανθασμένη ἡ θεωρία τῆς μή ἐπικοινωνίας μνημονευόντων καί μή μνημονευόντων. Δέν πρέπει νά ἀποφεύγεται ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ συναδέλφων καί συναγωνιστῶν.
ΚΓ) Ἡ διακοπή μνημοσύνου εἶναι τό ἔσχατο ὅριο, ἡ ἔσχατη διαμαρτυρία, τό ἔσχατο μέσο, γιά νά ἀντισταθεῖ ἕνας κληρικός στήν αἵρεση. Δέν εἶναι, ὅμως, αὐτοσκοπός, οὔτε καί ὁ τελικός σκοπός. Τελικός σκοπός, ἀκόμη καί αὐτῆς τῆς ἀποτείχισης, εἶναι ἡ σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου, πού θά καταδικάσει και θά ἀποκηρύξει τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης.
ΚΔ) Ἀπό ὅσα μέχρι τώρα παραθέσαμε, ἱερούς Κανόνες, διδασκαλίες καί παραδείγματα ἁγίων, ἕνα καί μοναδικό συμπέρασμα ἐξάγεται : Ὅτι ἐπαίνου ἄξιον εἶναι τό νά διακόπτει κάθε πιστός κληρικός τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία καί τή μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του, ὅταν αὐτός δημοσίως κηρύττει κάποια αἵρεση ἤ κάποιο εἶδος νέας θρησκείας, ὡς γίνεται δυστυχῶς σήμερα˙ καί ὄχι νά περιμένει, ὅπως διατείνονται οἱ οἰκουμενιστές τήν καταδίκη του «ὑπό τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας».
ΚΕ) Οἱ μόνοι κληρικοί, πού ἐφαρμόζουν ὀρθά τήν διακοπή μνημοσύνου στόν Ἑλλαδικό χῶρο, εἶναι ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Νικόλαος Μανώλης, ἀμφότεροι κληρικοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης καί ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Φώτιος Βεζύνιας, κληρικός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης.
ΚΣΤ) Γιά τούς σχισματικούς Ζηλωτές-Παλαιοημερολογῖτες ἰσχύουν ὅσα μᾶς εἶπε παραπάνω ὁ Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης. Αὐτοί διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου, ἀποσχίσθηκαν καί δημιούργησαν δικές του «Ἐκκλησίες»-παρατάξεις, ξεπερνώντας καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη, καί ἐξακολουθοῦν νά ὁμιλοῦν, ὑβρίζοντας τούς πάντες, πρᾶγμα παράλογο.
Ὁ ἀρχηγός τῶν καλουμένων «Ἀποτειχισμένων», π. Εὐθύμιος Τρικαμηνάς, καθαιρέθηκε τό 2007, ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου, ἀπό τό Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο τῆς Εκκλησίας τῆς Ελλάδος, ἐπειδή ἀρχικά ἀποτειχίστηκε ἀπό τόν Τοπικό του Ἐπίσκοπο Σεβ. Μητρ. Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἰγνάτιο, ὄχι γιά θέματα Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά γιά θέματα δικαιοσύνης καί κανονικῆς τάξεως, δηλαδή ἐξαιτίας τῆς μή ἀναγνωρίσεως καί μή μνημονεύσεως τοῦ Μητροπολίτη Λαρίσης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκλεγεῖ, ἐνῶ ὁ κανονικός καί νόμιμος Μητροπολίτης Λαρίσης κυρός Θεολόγος βρισκόταν στή ἐπίγεια ζωή του, πράγμα τό ὁποῖο συνιστοῦσε περίπτωση μοιχεπιβασίας μητροπολιτικοῦ θρόνου. Ἀφοῦ, δέχθηκε τήν καθαίρεσή του γιά πολλά χρόνια, ξαφνικά τά τελευταῖα 3-4 χρόνια, βρίσκοντας ὡς ἀφορμή τόν Οἰκουμενισμό πολλῶν Ἐπισκόπων καί δεικνύοντας ἕνα ἀντιοικουμενιστικό πρόσωπο, ἄρχισε νά λειτουργεῖ ἀπό μόνος του, χωρίς νά τοῦ ἀρθεῖ ἡ καθαίρεση καί λάβει κανονική ἄδεια, σ’ἕνα παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στίς Σταγιάτες τοῦ Βόλου καί στό ἰδιωτικό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ στά Βασιλικά Θεσ/κης, πού ἀνήκει στόν ἐπίσης «ἀποτειχισμένο» κ. Ὀδυσσέα Τσολογιάννη, μέ τόν ὁποῖο ἐσχάτως ἔχουν ἔλθει σέ ρήξη. Γιά νά εἶναι ὁ π. Εὐθύμιος καλυμμένος Ἐπισκοπικά, προσέτρεξε, ἄν καί κληρικός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στόν ἀδίκως καθηρημένο καί ἀποτειχισμένο ἀπό τήν Σερβική Ἐκκλησία Σεβ. Μητρ. πρώην Ράσκας καί Πριζρένης κ. Ἀρτέμιο, μέ τόν ὁποῖο συλλειτούργησε ἀρκετές φορές. Ὁ Σεβ. Ἀρτέμιος μέ ἐπίσημο ἔγγραφο τοῦ παρεῖχε τήν ἄδεια νά λειτουργεῖ καί νά μνημονεύει «Ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων». Πέραν πάσης ἀσκήσεως σοβαρῆς κριτικῆς εἶναι καί οἱ συμβουλές τοῦ π. Εὐθυμίου πρός τούς Ἀποτειχισμένους νά μήν κοινωνοῦν καί νά μήν μεταλαμβάνουν στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία, ἐπειδή εἶναι οἰκουμενιστική καί τά μυστήριά της ἄκυρα. Ἐνῶ, λοιπόν, διεκδικεῖ τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἐγκυρότητος τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Θείας Κοινωνίας μόνο στή δική του ἀποτειχισμένη Θεία Λειτουργία καί μόνο ἀπό τά δικά του ἀποτειχισμένα χέρια, ἐντούτοις ἐπιτρέπει στούς ἀκολούθους του νά συμμέτεχουν καί νά τελοῦν τά ὑπόλοιπα μυστήρια σέ Ναούς τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ἄς θαυμάσουμε τήν Κανονικότητα καί τήν Ἐκκλησιολογία τῶν «ἀποτειχισμένων»!
Ἐπίσης, ὁ π. Ευθύμιος ἔχει γράψει : «Πάντως εἶναι προτιμότερο νά ἀνήκει κανείς σέ σχίσματα καί παρατάξεις (ἄν βεβαίως ἐντός αὐτῶν δέν ἐμφιλοχωροῦν αἱρετικές δοξασίες) παρά σέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους, διότι σύμφωνα μέ τούς Πατέρες ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό»[27].
Ἡ ἀνωτέρω ὁμάδα τῶν καλουμένων «Ἀποτειχισμένων» ἔχει ἐσφαλμένες θέσεις περί ἀποτειχίσεως καί σχισματικές, ζηλωτικές τάσεις. Δέχονται α) τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, β) τήν θεωρία τῶν συγκοινωνοῦντων δοχείων, γ) τήν θεωρία τοῦ μολυσμοῦ τῶν μυστηρίων, λόγῳ μνημόνευσης, δ) θεωροῦν ὅτι τά μυστήρια, πού τελοῦν οἱ μνημονεύοντες, εἶναι ἄκυρα, ε) ὅτι οἱ μνημονεύοντες δεν ἔχουν Χάρη, ἱερωσύνη, μυστήρια, στ) ἔχουν ὡς αὐτοσκοπό τήν διακοπή μνημοσύνου, ζ) κατηγοροῦν, κρίνουν καί ἐξουθενώνουν τούς μνημονεύοντες, ἀκόμη καί τούς μή μνημονεύοντες, πού δέν ἀκολουθοῦν τήν δική τους ἀποτείχιση, η) ἔχουν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. βρίσκονται σε ἀκοινωνησία, μέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, τούς ὁποίους θεωροῦν αἱρετικούς καί οἰκουμενιστές, ἐπειδή δέν προχωροῦν στή διακοπή μνημοσύνου, θ) θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι σ’αὐτούς καί μόνο διασώζεται πλέον ἡ Ἐκκλησία, ι) προσεγγίζουν ζηλωτές- παλαιοημερολογῖτες, ὥστε νά ἑνωθοῦν σέ μία μεγαλύτερη ὁμάδα, ια) ἀμφισβητοῦν ἀκόμη καί ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πού δέν προχώρησαν στήν διακοπή μνημοσύνου, ἤ πού προχώρησαν καί ἔπειτα τό ἐπανέφεραν, ιβ) συλλειτουργοῦν μέ καθηρημένους, καί ιγ) ἀντιμετωπίζουν τήν τωρινή ἐκκλησιαστική κατάσταση, ὅπου δέν ἔχει συγκληθεῖ μέχρι σήμερα καταδικαστική τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου Πανορθόδοξη Σύνοδος, με κριτήρια πού πρέπει νά ἰσχύουν μετά τήν σύγκληση τέτοιας Συνόδου. Ἄλλα εἶναι τά κριτήρια πρίν τήν σύγκληση Συνόδου καί ἄλλα μετά ἀπ’αὐτήν.
Ἐπειδή, ἡ ἀνωτέρω ὁμάδα, πού λανθασμένα ἐφαρμόζει τήν ἀποτείχιση, ἔχει κερδίσει τά τελευταῖα χρόνια πολύ ἔδαφος, γι’αὐτό καί ἡ ἱεροκανονική ἀποτείχιση ἔχει, δυστυχῶς, ταυτιστεῖ μέ τήν ἐσφαλμένη ἀποτείχιση αὐτῆς τῆς ὁμάδος, καί γι’αὐτό πολλοί θεωροῦν τήν ἀποτείχιση ὡς κάτι κακό, ἀποκρουστικό, ἀπευκταῖο καί ὡς σχίσμα. Ἐν μέρει ἔχουν δίκαιο, διότι ὄντως ἡ ἐσφαλμένη ἀποτείχιση ἔχει λανθασμένες θεωρίες καί σχισματικές, ζηλωτικές τάσεις. Ὅμως, σύμφωνα μέ τά ὅσα ἀναπτύξαμε πιό πάνω, εἶναι σαφέστατη ἡ διάκριση μεταξύ τῆς σωστῆς καί τῆς ἐσφαλμένης ἐφαρμογῆς τῆς ἀποτείχισης.
Πρέπει νά γίνει ἀπολύτως ἡ ἀπαραίτητη διάκριση μεταξύ τῆς ὀρθῆς ἱεροκανονικῶς καί ἁγιοπατερικῶς διακοπῆς μνημοσύνου ὑπό τίς προϋποθέσεις, πού ἀναφέραμε προηγουμένως, καί τῆς ἑσφαλμένης ζηλωτικῆς ἀποτειχίσεως, χωρίς νά συντρέχουν οἱ ἀπαραίτητες ἱεροκανονικές προϋποθέσεις, πού ἐφαρμόζουν ἀρκετές ὁμάδες κληρικῶν. Ἡ τελευταία, δυστυχῶς, δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή, ἀπομειώνει καί ζημιώνει τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς ἱεροκανονικῆς ἀποτειχίσεως, καί καταλήγει σέ σχισματικές καταστάσεις, μέ ἀποτέλεσμα νά χλευάζεται ἡ ἀποτείχιση καί ὅσοι ὀρθῶς καί κανονικῶς τήν ἐφαρμόζουν.
Ἐάν κάποιος ρωτοῦσε τήν ἐλαχιστότητά μας, γιατί δέν προβαίνουμε σέ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, θά τοῦ ἀπαντούσαμε ὡς ἑξῆς : Δέν προβαίνουμε στήν διακοπή μνημονεύσεως τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου μας, διότι θεωροῦμε ὅτι στήν περίπτωσή του δέν συντρέχουν οἱ ἀπαραίτητοι λόγοι καί ὅροι, πού θέτει ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περί διακοπῆς μνημοσύνου. Καί οἱ ἀναγκαῖοι αὐτοί ὅροι εἶναι τό νά κηρύττει συνεχόμενα καί ἀμετανοήτως, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, δημοσίᾳ, παρρησίᾳ, ἀνερυθριάστως καί χωρίς ντροπή, αἵρεση, πού εἶναι κατεγνωσμένη ἀπό τίς ἅγιες Συνόδους ἤ ἀπό Πατέρες, ἐπ’Ἐκκλησίαις. Αὐτό – δόξα τῷ Θεῷ – δέν τό ἔχει κάνει ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς. Ἄντιθέτως, ὡς γνωστόν, εἶναι Ὀρθόδοξος ὡς πρός τό φρόνημα καί ὄχι αἱρετικός. Εἶναι ἐνάντιος καί πολέμιος τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, στήν ὁποία οὔτε συμμετεῖχε, οὔτε ὑπέγραψε τά ἀντορθόδοξα κείμενά της. Ἔργοις, λόγοις καί συγγραφαῖς ἔχει ἀντιταχθεῖ στήν Μασονία καί τόν φρικώδη διεθνῆ Σιωνισμό. Μνημειώδεις καί ἱστορικές εἶναι οἱ ἐπιστολές του πρός τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Φραγκίσκο, τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, τόν Μονοφυσίτη-Κόπτη ψευδοπατριάρχη κ. Θεόδωρο, τόν Πρόεδρο τῆς Τουρκίας κ. Ρ. Τ. Ἐρντογάν. Ἔχει διοργανώσει πλεῖστα ὅσα θεολογικά καί ἐπιστημονικά συνέδρια καί ἡμερίδες. Ὁ Σεβ. Πειραιῶς, ὡς Μητροπολίτης τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, πού ἀνήκει στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί δή στίς λεγόμενες Παλαιές Χῶρες, ὅταν λειτουργεῖ, δέν μνημονεύει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλά τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, λέγοντας «…τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου…». Ἄρα, οὐδόλως ἰσχύει αὐτό, πού τοῦ καταμαρτυροῦν, ὅτι δηλ. εἶναι αἱρετικός καί μολυσμένος, ἐπειδή δῆθεν μνημονεύει οἰκουμενιστές. Ἑπομένως, δέν συντρέχουν πρός τό παρόν λόγοι διακοπῆς μνημονεύσεώς του, διότι σέ ἀντίθετη περίπτωση θά προκαλέσουμε, δυστυχῶς, σχίσμα στήν Ἐκκλησία, πράγμα ἀξιοκατάκριτο. Ἐάν, καθ’ὑπόθεσιν, στό μέλλον ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς καταστρατηγήσει τίς παραπάνω προϋποθέσεις καί γίνει διαπρύσιος κήρυξ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤ κάποιας ἄλλης αἱρέσεως, – ὅ μη γένοιτο! – τότε βεβαίως καί θά ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ἐφαρμόσουμε σωστά τόν 15ο Κανόνα.